καθορμάω
German (Pape)
[Seite 1289] losbrechen, losstürzen, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Mich. Psell. ep. (App. 52).
Russian (Dvoretsky)
καθορμάω: устремляться, бросаться Anth.
Greek (Liddell-Scott)
καθορμάω: ὁρμάω, δραμεῖν καθορμᾷ ὁ ἵππος Ἀνθ. Π. παράρτ. 52.
Greek Monotonic
καθορμάω: = ὁρμάω, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ὁρμάω, Anth.]