κακαλίς

English (LSJ)

νάρκισσος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κακαλίς: -ίδος, ἡ, «νάρκισσος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. νάρκισσος.