κακαρίζω

Greek Monolingual

και καρκαρίζω (Μ κακαρίζω)
1. (για κότες) κράζω κα-κα-κα
2. μτφ. φλυαρώ θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από τη φωνή της κότας κα-κα].