κακκεφαλῆς
German (Pape)
[Seite 1299] richtiger κὰκ κεφαλῆς, d. i. κατὰ κεφαλῆς.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κὰκ κεφαλῆς;
v. κάκ.
Greek (Liddell-Scott)
Russian (Dvoretsky)
κακκεφᾰλῆς: v. l. κὰκ κεφαλῆς Hom. = κατὰ κεφαλῇς.
[Seite 1299] richtiger κὰκ κεφαλῆς, d. i. κατὰ κεφαλῆς.
ou mieux κὰκ κεφαλῆς;
v. κάκ.
κακκεφᾰλῆς: v. l. κὰκ κεφαλῆς Hom. = κατὰ κεφαλῇς.