κακοκέλαδος

English (LSJ)

κακοκέλαδον, Glossaria on δυσκέλαδος, Procl.ad Hes.Op. 196.

German (Pape)

[Seite 1300] Erkl. von δυσκέλαδος, Procl. zu Hes. O. 194.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοκέλᾰδος: -ον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ δυσκέλαδος, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 194.