κακολογικός

English (LSJ)

κακολογική, κακολογικόν, vituperative, τὸ κ. Arist.Rh.Al.1440b5.

German (Pape)

[Seite 1300] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.

Russian (Dvoretsky)

κακολογικός: порицательный, обвинительный (sc. λόγος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κακολογικός: -ή, -όν, ὀνειδιστικός, ψεκτικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κακολογικός, -ή, -όν) κακολογία
αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός.