κακομηχανέω

English (LSJ)

practise base arts, περί τινα Plb.13.3.2.

German (Pape)

[Seite 1301] schlechte Kunstgriffe anwenden, arglistig handeln, περὶ τοὺς φίλους Pol. 13, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κακομηχᾰνέω: μηχανῶμαι κακά, περί τινα Πολύβ. 13. 3.2.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομηχᾰνέω: коварно поступать, плутовать, интриговать (περὶ τοὺς φίλους Polyb.).