κακοσύνθετος
English (LSJ)
κακοσύνθετον, ill-composed, in Rhet., Quint.8.3.59; ἔπη Luc.Cal.14; λόγος Sch.E.Or.674; ill put together, κ. τὸ σῶμα Sch.Ar.V.818. Adv. κακοσυνθέτως Sch.E.Hec.801, al.
German (Pape)
[Seite 1304] schlecht zusammengesetzt, Luc. Calumn. 14 u. a. Sp. – Adv., Schol. Hec. 801.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal composé, mal ordonné.
Étymologie: κακός, σύνθετος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακοσύνθετος, -ον)
1. (για ρητ. λόγους) αυτός που έχει συντεθεί άσχημα («κακοσύνθετα ἔπη», Λουκιαν.)
2. αυτός που έχει τεθεί ή συναρμολογηθεί άσχημα.
Greek Monotonic
κᾰκοσύνθετος: -ον, άσχημα ενωμένος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοσύνθετος -ον [κακός, συντίθημι] slecht gecomponeerd:. ἔπη... κακοσύνθετα slecht gecomponeerde verzen Luc. 57.14.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοσύνθετος: плохо слаженный, неупорядоченный, бессвязный (ἔπη Luc.).