κακόπνοος

English (LSJ)

κακόπνοον, Att. κακόπνους, ουν, (πνοή) breathing with difficulty, Poll.1.197.

German (Pape)

[Seite 1302] zsgzgn κακόπνους, schlecht, schwer athmend, Poll. 1, 197.

Greek Monolingual

κακόπνοος, -οον (Α)
βλ. κακόπνους.