το
1. γραφίδα από ινδοκάλαμο με την οποία έγραφαν παλιότερα
2. μτφ. φρ. δυνατό καλέμι
δυνατός συγγραφέας, δυνατή πένα
3. εργαλείο εκκοπής, σμίλη, γλύφανο, που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, ξυλουργοί κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalem < αραβ. kalam < κάλαμος].