καλεστικός

Greek Monolingual

καλεστικός, ὁ (Μ) καλώ
1. αυτός που σχετίζεται με πρόσκληση
2. μισθοφορικός («φουσσάτον καλεστικόν»)
3. το θηλ. ως ουσ. η καλεστική
η πρόσκληση.