καλλίχοιρος

English (LSJ)

[ῐ], ον, with fine pigs, ὗς Arist.HA573b12.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Ferkeln, Arist. H. A. 6, 18.

Russian (Dvoretsky)

καλλίχοιρος: (λῐ) имеющий красивых поросят (ὗς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίχοιρος: -ον, ἐπὶ τῆς ὑός, «γουρούνας», ἡ γεννῶσα καλοὺς χοίρους, «εἰσὶ δὲ τῶν ὑῶν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι μόνον, αἱ δὲ ἐπαυξανόμεναι» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 29.

Greek Monolingual

καλλίχοιρος, -ον (Α)
(για θηλυκό χοίρο) αυτός που γεννά καλούς χοίρους («εἰσὶ δὲ τῶν ὑῡν αἱ μὲν εὐθὺς καλλίχοιροι», Αριστοτ.).