καλλίῤῥοος

German (Pape)

[Seite 1311] = καλλίροος; ὕδωρ, κρουνός, Il. 2, 752. 12, 33. 22, 147; πηγή Aesch. Pers. 197; sp. D.; auch νάρκισσος, poet. bei Ath. XV, 682 f, wo man καλλίχροος vermuthet.