καλλιά

Greek Monolingual

και κάλλια και κάλλιοκάλλια και καλλιά και καλλέα)
(συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό του επιθ. κάλλιος)
1. καλύτερα
2. περισσότερο
3. φρ. α) «κάλλια έχω» — προτιμώ
β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ.
για το καλό μου, σου, του κ.λπ.