καλλιαρία

English (LSJ)

ἡ, Dor. for Καλλιερία, auspicious sacrifice (cf. καλλιερέω), Abh.Berl.Akad.1928(6).16 (Cos).

Greek Monolingual

καλλιαρία, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. καλλιερία.