καλλιτεχνικός
Greek Monolingual
-ή, -ό καλλιτέχνης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιτεχνία ή στον καλλιτέχνη («καλλιτεχνική έκθεση»)
2. αυτός που γίνεται με καλλιτεχνία, επιμέλεια και καλαισθησία («καλλιτεχνική εμφάνιση»).
επίρρ...
καλλιτεχνικώς και -ά
με καλλιτεχνικό τρόπο, από καλλιτεχνική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].