καλοτράχηλος
English (LSJ)
ον, with beautiful neck, Cat.Cod.Astr. 8(4).181.
Greek Monolingual
καλοτράχηλος, -ον (Α)
(μτγν. τ.) αυτός που έχει ωραίο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + τράχηλος.
ον, with beautiful neck, Cat.Cod.Astr. 8(4).181.
καλοτράχηλος, -ον (Α)
(μτγν. τ.) αυτός που έχει ωραίο τράχηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + τράχηλος.