καλόπιασμα

Greek Monolingual

το καλοπιάνω
1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία
2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια.