λίθος, ὁ, stone found in the head of the fish σάλπης, Hsch.
καλύκειος: λίθος, ὁ, λίθος τις ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου σάλπη (κοινῶς σάλπα ἢ σάρπα) Ἡσύχ.· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5.