καμμέν
German (Pape)
[Seite 1317] richtiger κὰμ μέν. S. κάμ.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
καμμέν: ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ κὰμ μέν, Ἐπικ. ἀντὶ κατὰ μὲν, ὡς κὰμ μὲν ἄροτρον ἄξειαν, ἀντί, κατάξειαν μὲν ἄροτρον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 437· πρβλ. Ὀδ. Υ. 2· οὕτω κάμμεσον ἀντὶ κὰμ μέσον. Ἰλ. 172· πρβλ. κάγ, κάδ, κάκ.
Greek Monotonic
καμμέν: βλ. κάμ.