καμπήσιος

Greek Monolingual

-ια, -ιο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάμπο ή προέρχεται από τον κάμπο, πεδινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος + κατάλ. -ήσιος].