καπνοποιός

English (LSJ)

καπνοποιόν, making smoke, smoky, Sch.Ar.V.145.

German (Pape)

[Seite 1323] Rauch machend, rauchend, ξύλον σύκινον Schol. Ar. Vesp. 145.

Greek (Liddell-Scott)

καπνοποιός: -όν, ὁ κάμνων καπνόν, «καπνοποιὸν τὸ σύκινον ξύλον» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 145.

Greek Monolingual

καπνοποιός, -όν (Α)
αυτός που αναδίδει καπνό.