ou mieux κὰπ πεδίον;v. κάπ.
καππεδίον: неправ. = κὰπ πεδίο, т. е. κατὰ πεδίον.
καππεδίον: ἦττον ὀρθὸς τύπος ἀντὶ κὰπ (δηλ. κατὰ) πεδίον Ἰλ.
καππεδίον: αντί κὰπ (δηλ. κατὰ) πεδίον.