καππεδίον

French (Bailly abrégé)

ou mieux κὰπ πεδίον;
v. κάπ.

Russian (Dvoretsky)

καππεδίον: неправ. = κὰπ πεδίο, т. е. κατὰ πεδίον.

Greek (Liddell-Scott)

καππεδίον: ἦττον ὀρθὸς τύπος ἀντὶ κὰπ (δηλ. κατὰ) πεδίον Ἰλ.

Greek Monotonic

καππεδίον: αντί κὰπ (δηλ. κατὰ) πεδίον.