καπρώζω

German (Pape)

[Seite 1324] = καπράω; Sclerias bei Ath. IX, 402 b; Eust. 853, 33.

Greek (Liddell-Scott)

καπρώζω: καπράω, Σκληρίας παρ’ Ἀθην. 402Β.