καρδιόσχημος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει σχήμα καρδιάς, καρδιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -σχημος (< σχῆμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Ιάκωβο Χ. Δραγάτση].