τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ, ἢ μισθοφόρους, Hsch.; cf. Κάρ.
καριμοίρους: «τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ. ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι» Ἡσύχ.