καρπάτινον
English (LSJ)
v. καρβάτινος.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάτινον: ἴδε καρβάτιναι.
Greek Monolingual
καρπάτινον, τὸ (Α)
(ενν. υπόδημα)
βλ. καρβάτινος.
v. καρβάτινος.
καρπάτινον: ἴδε καρβάτιναι.
καρπάτινον, τὸ (Α)
(ενν. υπόδημα)
βλ. καρβάτινος.