καρπικός
Greek Monolingual
–ή, -ο
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καρπό του χεριού («καρπικά οστά»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιλπτ. σημ.) τα καρπικά
καρποί που διατηρούνται για αρκετό χρόνο φυλαγμένοι ή κρεμασμένοι στα σπίτια, όπως κυδώνια, πεπόνια κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από τον τ. καρπός (II) και μαρτυρείται στον Α. Μαυροκορδάτο από το 1836, ενώ με τη δεύτερη σημ. από τον τ. καρπός (Ι)].