καρπιστής

English (LSJ)

καρπιστοῦ, ὁ, emancipator, Arr.Epict.3.24.76, 4.1.113.

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ, der einen Sklaven durch Berührung mit der καρπίς Freisprechende, vindex, Arr. Epict. 3, 24, 76.

Greek Monolingual

καρπιστής, ὁ (Α) καρπίζω (II)]
αυτός που απελευθερώνει δούλο.