καρποδότειρα

English (LSJ)

ἡ, giver of fruit, Orph.H.43.9.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, Fruchtgeberinn, Orph. H. 42, 9.

Greek (Liddell-Scott)

καρποδότειρα: ἡ, ὡς ἐξ ἀρσ. καρποδοτήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 42. 9, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 280.

Greek Monolingual

καρποδότειρα, ἡ (AM)
βλ. καρποδότης.