καρρέζουσα

English (LSJ)

Ep. for καταρρέζουσα, Il.5.424.

French (Bailly abrégé)

part. prés. fém. épq. de καταρρέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρρέζουσα ep. ptc. f. sing. van καταρρέζω.

German (Pape)

ep. = καταρρέζουσα, Il. 5.424.

Russian (Dvoretsky)

καρρέζουσα: эп. part. praes. f к καταρρέζω.

Greek (Liddell-Scott)

καρρέζουσα: Ἐπικ. ἀντὶ καταρρέζουσα, Ἰλ. Ε. 424· ἴδε καταρρέζω.

English (Autenrieth)

see καταρρέζω.

Greek Monotonic

καρρέζουσα: Επικ. αντί καταρρ-, θηλ. μτχ. του καταρρέζω.