καρυατίζω
English (LSJ)
A play with nuts, Ph.1.11.
2 dance the Καρυᾶτις, Luc.Salt.10.
German (Pape)
[Seite 1331] mit Nüssen spielen, Philo. – Auch ein Tanz dorischer Mädchen am Feste der Artemis Karyatis, Luc. de salt. 10 u. Poll. 4, 104.
French (Bailly abrégé)
danser la danse consacrée pour la fête d'Artémis de Karyes.
Étymologie: Καρυᾶτις.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρυᾱτίζω: плясать в честь Артемиды Καρυᾶτις Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυᾰτίζω: παίζω, μὲ κάρυα, Φίλων 1. 11· Μέσ., Νικήτ. 150Α.
Greek Monolingual
καρυατίζω (AM)
παίζω παιδικό παιχνίδι με καρύδια
αρχ.
χορεύω τον χορό Καρυάτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον, με σχηματισμό κατά τα σε -ατίζω].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρυατίζω [Καρυᾶτις: uit Carië] de Carische dans uitvoeren.