καρυκευτής

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, der leckerhafte Gerichte bereitet, neben δαιτρός, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρῡκευτής: ὁ, ὁ καρυκεύων, ὁ παρασκευάζων τὴν καρύκην μάγειρος Κλήμ. Ἀλ. 268.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καρυκεύτρια (Α καρυκευτής) καρυκεύω
αυτός που καρυκεύει, αυτός που παρασκευάζει καρυκεύματα.