καρύδιον

English (LSJ)

[ῡ], τό, Dim. of κάρυον, small nut, Philyll.19.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, dim. von κάρυον, kleine Nuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάρυον, μικρὸν κάρυον, «καρύδι» ἀμύγδαλα, καρύδια, κτλ., Φιλύλλιος, ἐν «Φρεωρύχῳ» 2.

Greek Monolingual

καρύδιον, τὸ (AM)
βλ. καρύδι.