καστανικός
English (LSJ)
v. κάστανα.
Greek Monolingual
καστανικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιά («βάλανοι καστανικαί», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ικός].
v. κάστανα.
καστανικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιά («βάλανοι καστανικαί», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ικός].