κατάθερμος
English (LSJ)
κατάθερμον, strengthened for θερμός, Aët.9.1, Sch.Pi.O.3.42.
German (Pape)
[Seite 1349] sehr warm, Schol. Pind. Ol. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθερμος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ θερμός, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3. 42.
Greek Monolingual
κατάθερμος, -ον (AM)
πολύ θερμός
μσν.
μτφ. πολύ ερεθισμένος.