κατάκασσα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1352] ἡ, od. κατακάσα, = κάσσα, Callim. bei E. M. 819, 4, vgl. 494, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκασσα: ἡ, = κάσσα, Καλλ. Ἀποσπ. 184· κατακάσα Ἐτυμολ. Μ. 494. 38, Σουΐδ.· - «κατακάσας· τάς κακοδαίμονας, τάς διὰ τὰ ὀνείδη ὑπὸ αἰσχύνης ἐπὶ οἰκίας μενούσας» Ἡσύχ.