κατάσβεση
Greek Monolingual
η (AM κατάσβεσις) κατασβέννυμι
ολοκληρωτικό σβήσιμο («κατάσβεσις τῶν ἐμπιπραμένων», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
κατάπαυση, καταστολή, κατασίγαση.
η (AM κατάσβεσις) κατασβέννυμι
ολοκληρωτικό σβήσιμο («κατάσβεσις τῶν ἐμπιπραμένων», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
κατάπαυση, καταστολή, κατασίγαση.