κατάσχασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, scarification, Archig. ap. Orib.44.26.6.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, = κατασχασμός, Moschion.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσχασις: -εως, ἡ, τὸ κατασχάζειν, τὸ ἄνοιγμα φλεβός, φλεβοτομία, σὺν πυρίᾳ καὶ καταπλάσμασι καὶ κατασχάσει Μοσχ.

Greek Monolingual

κατάσχασις, ἡ (Α) κατασχάζω
διάνοιξη, τομή φλέβας, φλεβοτομία.