κατέργνυμι

English (LSJ)

v. κατείργω.

Greek (Liddell-Scott)

κατέργνυμι: κατέργω, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατείρ-, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατέργνυμι (Α)
ιων. τ. βλ. κατείργω.

Greek Monotonic

κατέργνυμι: κατέργω, Ιων. αντί κατείρ-.