κατέργω

English (LSJ)

Ionic for κατείργω.

German (Pape)

[Seite 1397] ion. = κατείργω, w. m. s.

Greek Monolingual

κατέργω (Α)
ιων. τ. βλ. κατείργω.

Russian (Dvoretsky)

κατέργω: ион. = κατείργω.