κατήκω

English (LSJ)

Ion. for καθήκω.

German (Pape)

[Seite 1400] ion. = καθήκω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καθήκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήκω Ion. voor καθήκω.

Russian (Dvoretsky)

κατήκω: ион. = καθήκω.

Greek (Liddell-Scott)

κατήκω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθήκω.

Greek Monolingual

κατήκω (Α)
ιων. τ. του καθήκω.

Greek Monotonic

κατήκω: Ιων. αντί καθήκω.