κατήριπον

French (Bailly abrégé)

v. κατερείπω.

Russian (Dvoretsky)

κατήρῐπον: эп. aor. 2 к κατερείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήριπον them. aor. act. van κατερείπω.