καταί

English (LSJ)

rare poet. form for κατά, A.D.Synt.309.28.

Greek (Liddell-Scott)

καταί: σπάνιος ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ κατά, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. σ. 309.

Greek Monolingual

καταί (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. κατά.

German (Pape)

p. = κατά, Apoll.Dysc. synt. p. 309.28.