καταδειπνέω

English (LSJ)

eat at a meal, τὸν Ἆπιν Plu.2.355c; ταῦρον Ael.VH 1.24.

German (Pape)

[Seite 1345] verspeisen; ταῦρον Ael. V. H. 1, 24; Plut. Is. et Os. 11.

French (Bailly abrégé)

καταδειπνῶ :
manger dans un repas.
Étymologie: κατά, δειπνέω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδειπνέω: καταβιβρώσκω ἐν τῷ δείπνῳ, ταῦρον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 24· πρβλ. Πλούτ. 2. 355C.

Russian (Dvoretsky)

καταδειπνέω: съедать (τὸν Ἆπιν Plut.).