καταδουλίζω

English (LSJ)

= καταδουλεύομαι (reduce to slavery), IG 9(1).119 (Elatea) ; — but usually Med., -ίζομαι GDI 1701.7, al. (Delph.) ; aor. καταδουλίξασθαι IG 9(1).42 (Stiris).

Greek Monolingual

καταδουλίζω (Α)
καταδουλεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταδουλῶ κατά τα ρ. σε -ίζω].