καταδυνάστευση

Greek Monolingual

η
καταδυναστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδυναστεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καταδυνάστευσις, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλέξανδρο Σούτσο].