καταθαρρύνω

French (Bailly abrégé)

c. καταθαρσύνω.
Étymologie: κατά, θαρρύνω.

Russian (Dvoretsky)

καταθαρρύνω: арх. καταθαρσύνω ободрять (τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.); med. καταθρασύνομαι Luc. = καταθαρρέω.

German (Pape)

altattisch καταθαρσύνω, gegen Einen ermutigen, πρὸς τὸ μέλλον Plut. Lucull. 29.
Med. = καταθαρρέω, Luc. D. Mort. 21.2 und andere Spätere