καταθερμαίνω

English (LSJ)

strengthened for θερμαίνω, dub.l. in Philagr. ap. Orib. 5.21.1.

German (Pape)

[Seite 1349] verstärktes simplex, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταθερμαίνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ θερμαίνω, Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth.

Greek Monolingual

θερμαίνω (Α) κατάθερμος
θερμαίνω υπερβολικά.