καταθοινάομαι

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. κατεθοινησάμην;
se repaître de, dévorer.
Étymologie: κατά, θοινάω.

Russian (Dvoretsky)

καταθοινάομαι: поедать, пожирать Aesop.